ὑπέρτεροι

ὑπέρτεροι
ὑπέρ
upaári
masc nom/voc pl
ὑπέρτερος
over
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κατεβαίνω — (AM καταβαίνω, Μ και κατεβαίνω και κατηβαίνω) 1. βαίνω προς τα κάτω, έρχομαι από υψηλότερο σημείο σε χαμηλότερο, κατέρχομαι (α. «κατεβαίνω τη σκάλα» β. «οὐρανόθεν καταβάς», Ομ. Ιλ.) 2. κατέρχομαι από κάπου (α. «κατέβηκε από το αυτοκίνητο» β.… …   Dictionary of Greek

  • σφόδρα — ΝΜΑ επίρρ. (κυρίως με ρήματα) πέρα από το κανονικό, πάρα πολύ, υπερβολικά (α. «μαθαίνοντες οι Άλλοι, σφόδρα ταράχτηκαν», Ελύτης β. «σφόδρα χαίρω», πάπ.) μσν. αρχ. 1. α) (με ρήματα) i) με σφοδρότητα, ορμητικά, βίαια («καὶ σφόδρα πείθει», Σοφ.) ii) …   Dictionary of Greek

  • Σενάρ — Γράφεται και σε παλιότερα κείμενα ως Σεννάρ. Σουλτανάτο της βορειοανατολικής Αφρικής στο 16o αι., στο έδαφος του σημερινού Σουδάν. Ιδρυτής του ήταν ο Αμάρα Λούνκα (1504 34). Στην περίοδο της ακμής του έφτανε έως τα σύνορα με την Αίγυπτο και τις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”